Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Γενοβέζα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Γενοβέζος ^-ου, ο^]
2 genove`se ~f~; abita`nte ~f~ di Ge`nova

Γενοβέζος  
επίθετο

genove`se

Γενοβέζος
ουσιαστικό αρσενικό

genove`se ~m~; abita`nte ~m~ di Ge`nova

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Γένοβα γενοβέζικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---