Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›γεννοφάσκια

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

γεννοφάσκια  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

fa`sce ~fp~ (del neona`to) απ' τα γεννοφάσκια του==da quando era in fasce, fin dalla nascita

permalink
‹ γεννοβολώ
γεννώ ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γεννήτρα {χωρ. γεν....
γεννήτρια {γεννητριώ...
γεννιέμαι (-)
γεννοβολάω [ρ.αμτβ.]
γεννοβολώ {γεννοβολά...
γεννοφάσκια {χωρ. γεν....
γεννώ {γεννάς......
γεννώμενος [επίθ.]
Γένοβα [κύρ.όν. θηλ.]
Γενοβέζα [θηλ.ουσ]
γενοβέζικος [επίθ.]
Γενοβέζος [επίθ.]
Γενοβέζος [ουσ αρσ ]
Γενοβέφα [κύρ.όν. θηλ.]
γένοιτο [ουσ ουδ.]
γενοκτονία {γενοκτονι...
γένομαι (-)
γένος {γέν-ους |...
γένωμα {γενώματος...
γερά [επίρ.]


{{ID:GENNOFASKIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti