Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγεννοφάσκια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός fa`sce ~fp~ (del neona`to) απ' τα γεννοφάσκια του==da quando era in fasce, fin dalla nascita permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |