Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεννοφάσκια  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

fa`sce ~fp~ (del neona`to) απ' τα γεννοφάσκια του==da quando era in fasce, fin dalla nascita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γεννοβολώ γεννώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---