Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεννοβολάω
ρήμα αμετάβατο

variante di [γεννοβολώ]

γεννοβολώ  
ρήμα αμετάβατο

1 figlia`re; prolifica`re πάλι γεννοβόλησε η γάτα μας==la nostra gatta ha figliato di nuovo
2 ((figurato)) sforna`re; scodella`re γεννοβολά ένα σωρό ιδέες==sforna un' idea dopo l'altra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γεννιέμαι γεννοφάσκια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---