Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γέννημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 nato ~m~; fi`glio ~m~ είμαι γέννημα θρέμμα Πειραιώτης==sono nato e cresciuto al Pireo
2 na`scita ~f~
3 ((figurato)) parto ~m~; creazio`ne ~f~; frutto ~m~ όλ' αυτά είναι γέννημα της φαντασίας σου==tutto questo è parto, frutto della tua fantasia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γεννάω γεννήματα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---