Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεννητικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 fecondità ~f~; capacità ~f~ generati`va
2 natalità ~f~ παρατηρείται πτώση της γεννητικότητας==si nota una diminuzione della natalità, un calo nelle nascite

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γεννητικός γεννήτορας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---