Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γέννα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 parto ~m~ πέθανε πάνω στη γέννα==è morta di parto, durante il parto | οι πόνοι της γέννας==i dolori del parto, le doglie
2 παιδί fi`glio ~m~; creatu`ra διαβόλου γέννα==persona furba come il diavolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γενίτσαρος γενναία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---