Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγενικεύομαι
ρήμα παθητικό este`ndersi; diffo`ndersi; assu`mere cara`ttere genera`le γενικεύτηκε η τοπική εξέγερση==la rivolta locale si è estesa γενικεύω ρήμα μεταβατικό 1 generalizza`re; risali`re dal particola`re al genera`le 2 este`ndere; diffo`ndere; generalizza`re 3 tira`re le somme; riassu`mere; ricapitola`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |