Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γένι  
ουσιαστικό ουδέτερο

bar|betta, pizzo ~m~

γένια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

ba`rba τριών ημερών γένια==barba di tre giorni | αφήνω γένια==farsi crescere la barba

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Γενεύη γενιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---