Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγένι
ουσιαστικό ουδέτερο bar|betta, pizzo ~m~ γένια ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός ba`rba τριών ημερών γένια==barba di tre giorni | αφήνω γένια==farsi crescere la barba permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |