Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γενετήσιος  
επίθετο

1 generati`vo
2 riprodutti`vo; sessua`le γενετήσια ορμή==impulso, istinto sessuale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γενετή γενετική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---