Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγένεση
ουσιαστικό θηλυκό ge`nesi ~f~; ori`gine ~f~; na`scita ~f~; creazio`ne ~f~ η γένεση ενός έργου τέχνης==la nascita, la creazione di un'opera d'arte | η γένεση του σύμπαντος==l'origine dell'universo Γένεση κύριο όνομα θηλυκό primo libro della Bi`bbia Ge`nesi ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |