Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγενειοφόρος
επίθετο barbu`to γενειοφόρος ουσιαστικό αρσενικό 1 barba`to ~m~ 2 barbo`ne ~m~ 3 barbu`to ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |