Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γελοιοποιούμαι
ρήμα παθητικό

1 scorna`rsi
2 fare la figu`ra dello scio`cco
3 copri`rsi di ridi`colo

γελοιοποιώ  
ρήμα μεταβατικό

ridicolizza`re; me`ttere in ridi`colo μας γελοιοποίησε μπροστά σε όλους==ci ha messo in ridicolo davanti a tutti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γελοιοποίηση γελοίος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---