Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γελοιότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ridicola`ggine ~f~; ridicole`zza ~f~
2 buffona`ta ~f~; pagliaccia`ta ~f~; ridicola`ggine ~f~ δεν ανέχομαι αυτές τις γελοιότητες==non posso sopportare queste buffonate

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γελοιότερος γελοιωδέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---