Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γελαστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 beffato`re ~m~
2 beffeggiato`re ~m~
3 deriso`re ~m~
4 dileggiato`re ~m~
5 raggirato`re ~m~
6 schernito`re ~m~
7 sprezzato`re ~m~
8 truffato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γελασμένος γελαστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---