Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

procèlla (θηλ.ουσ) procrastinatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
procellària (θηλ.ουσ) procrastinazióne (θηλ.ουσ)
procellóso (επίθ.) procreàbile (επίθ.)
processàbile (επίθ.) procreàre (ρ. μτβ.)
processàre (ρ. μτβ.) procreatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
processionàle (αρσ. επίθ και ουσ) procreatrice (θηλ.ουσ)
processióne (θηλ.ουσ) procreazióne (θηλ.ουσ)
procèsso (ουσ αρσ ) procromosoma (ουσ αρσ )
processóre (ουσ αρσ ) proctìte (θηλ.ουσ)
processuàle (επίθ.) proctologìa (θηλ.ουσ)
procióne (ουσ αρσ ) proctoscòpio (ουσ αρσ )
proclàma (ουσ αρσ ) procùra (θηλ.ουσ)
proclamàre (ρ. μτβ.) procuràre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
proclamazióne (θηλ.ουσ) procurarsi (ρ.μ. (αντων.))
pròclisi (θηλ.ουσ) procuratóre (ουσ αρσ )
proclìtico (επίθ.) procuratòrio (αρσ. επίθ και ουσ)
proclìve (επίθ.) pròda (θηλ.ουσ)
proclività (θηλ.ουσ) pròde (ουσ αρσ )
procombènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) pròde (επίθ.)
procómbere (ρ.αμτβ.) prodése (ουσ αρσ )
proconsolàre (επίθ.) prodézza (θηλ.ουσ)
proconsolàto (ουσ αρσ ) prodière (ουσ αρσ )
procònsole (ουσ αρσ ) prodièro (επίθ.)
procrastinaménto (ουσ αρσ ) prodigalità (θηλ.ουσ)
procrastinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) prodigalménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: