Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mnemotècnica (θηλ.ουσ) mòda (θηλ.ουσ)
mò' (ουσ αρσ ) modàle (επίθ.)
mòbile (ουσ αρσ ) modalità (θηλ.ουσ)
mòbile (θηλ.ουσ) modanàre (ρ. μτβ.)
mòbile (επίθ.) modanatùra (θηλ.ουσ)
mobìlia (θηλ.ουσ) mòdano (ουσ αρσ )
mobiliàre (επίθ.) modèlla (θηλ.ουσ)
mobiliàre (ρ. μτβ.) modellàbile (επίθ.)
mobilière (ουσ αρσ ) modellaménto (ουσ αρσ )
mobilifìcio (ουσ αρσ ) modellàre (ρ. μτβ.)
mobìlio (ουσ αρσ ) modellarsi (ρ.μ. (αντων.))
mobilità (θηλ.ουσ) modellàto (ουσ αρσ )
mobilitàre (ρ. μτβ.) modellàto (επίθ.)
mobilitarsi (ρ.μ. (αντων.)) modellatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
mobilitazióne (θηλ.ουσ) modellatùra (θηλ.ουσ)
mòca (ουσ αρσ και θηλ.) modellazióne (θηλ.ουσ)
mocassìno (ουσ αρσ ) modellìno (ουσ αρσ )
moccicàre (ρ.αμτβ.) modellìsmo (ουσ αρσ )
moccichìno (ουσ αρσ ) modellìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
moccicóso (επίθ.) modellìstica (θηλ.ουσ)
móccio (ουσ αρσ ) modèllo (ουσ αρσ )
moccióso (ουσ αρσ ) modem (ουσ αρσ )
moccióso (επίθ.) moderàbile (επίθ.)
moccolàia (θηλ.ουσ) moderàre (ρ. μτβ.)
mòccolo, móccolo (ουσ αρσ ) moderarsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: