Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modellìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [modelˈlino]

1 μικροτέχνημα
2 μικρογραφία
3 μινιατούρα
4 έργο υπό κλίμακα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modellazione modellismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modellato (ουσ αρσ )
modellato (επίθ.)
modellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
modellatura (θηλ.ουσ)
modellazione (θηλ.ουσ)
modellino (ουσ αρσ )
modellismo (ουσ αρσ )
modellista (ουσ αρσ και θηλ.)
modellistica (θηλ.ουσ)
modello (ουσ αρσ )
modem (ουσ αρσ )
moderabile (επίθ.)
moderare (ρ. μτβ.)
moderarsi (ρ.μ. (αντων.))
moderatamente (επίρ.)
moderatezza (θηλ.ουσ)
moderatismo (ουσ αρσ )
moderato (αρσ. επίθ και ουσ)
moderatore (ουσ αρσ )
moderatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---