Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈdɛllo]

το μοντέλο, το πρότυπο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modellistica modem  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modellazione (θηλ.ουσ)
modellino (ουσ αρσ )
modellismo (ουσ αρσ )
modellista (ουσ αρσ και θηλ.)
modellistica (θηλ.ουσ)
modello (ουσ αρσ )
modem (ουσ αρσ )
moderabile (επίθ.)
moderare (ρ. μτβ.)
moderarsi (ρ.μ. (αντων.))
moderatamente (επίρ.)
moderatezza (θηλ.ουσ)
moderatismo (ουσ αρσ )
moderato (αρσ. επίθ και ουσ)
moderatore (ουσ αρσ )
moderatore (επίθ.)
moderazione (θηλ.ουσ)
modernamente (επίρ.)
modernismo (ουσ αρσ )
modernista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---