Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmodernìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moderˈnizmo] 1 μοντέρνα τέχνη 2 νεωτερισμός 3 μοντερνισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |