Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmodernità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [moderniˈta] 1 νεωτερισμός 2 το να είσαι σύγχρονος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |