Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [modifiˈkare]

τροποποιώ

modificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [modifiˈkarsi]

1 μεταλλάσσομαι
2 μεταλλάζω
3 μεταπίπτω
4 μετατρέπομαι
5 μετασχηματίζομαι
6 μεταβάλλομαι
7 αλλάζω
8 αλλοτριώνομαι
9 κυμαίνομαι
10 αποξενώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modificabilità modificativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modicità (θηλ.ουσ)
modico (επίθ.)
modifica (θηλ.ουσ)
modificabile (επίθ.)
modificabilità (θηλ.ουσ)
modificare (ρ. μτβ.)
modificarsi (ρ.μ. (αντων.))
modificativo (επίθ.)
modificatore (ουσ αρσ )
modificatore (επίθ.)
modificazione (θηλ.ουσ)
modiglione (ουσ αρσ )
modista (ουσ αρσ και θηλ.)
modisteria (θηλ.ουσ)
modo (ουσ αρσ )
modulabile (επίθ.)
modulare (επίθ.)
modulare (ρ. μτβ.)
modulario (ουσ αρσ )
modularità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---