Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modificatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [modifikaˈtore]

1 καινοτόμος
2 πρόσωπο που μεταρρυθμίζει
3 αναμορφωτής
4 μεταρρυθμιστής
5 ανακαινιστής

modificatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [modifikaˈtore]

1 ανακαινιστικός
2 ανανεωτικός
3 μεταρρυθμιστικός
4 τροποποιητικός
5 διαρρυθμιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modificativo modificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modificabile (επίθ.)
modificabilità (θηλ.ουσ)
modificare (ρ. μτβ.)
modificarsi (ρ.μ. (αντων.))
modificativo (επίθ.)
modificatore (ουσ αρσ )
modificatore (επίθ.)
modificazione (θηλ.ουσ)
modiglione (ουσ αρσ )
modista (ουσ αρσ και θηλ.)
modisteria (θηλ.ουσ)
modo (ουσ αρσ )
modulabile (επίθ.)
modulare (επίθ.)
modulare (ρ. μτβ.)
modulario (ουσ αρσ )
modularità (θηλ.ουσ)
modulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
modulazione (θηλ.ουσ)
modulo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---