ItalianoGreco


modificatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [modifikaˈtore]

1 καινοτόμος
2 πρόσωπο που μεταρρυθμίζει
3 αναμορφωτής
4 μεταρρυθμιστής
5 ανακαινιστής

modificatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [modifikaˈtore]

1 ανακαινιστικός
2 ανανεωτικός
3 μεταρρυθμιστικός
4 τροποποιητικός
5 διαρρυθμιστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---