modificatìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [modifikaˈtivo]
1 ανακαινιστικός
2 ανανεωτικός
3 μεταρρυθμιστικός
4 τροποποιητικός
5 διαρρυθμιστικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [modifikaˈtivo]
1 ανακαινιστικός
2 ανανεωτικός
3 μεταρρυθμιστικός
4 τροποποιητικός
5 διαρρυθμιστικός
permalink
modificativo (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android