Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modigliòne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [modiʎˈʎone]

πρόμοχθος γείσου αρχαίου ναού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modificazione modista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modificarsi (ρ.μ. (αντων.))
modificativo (επίθ.)
modificatore (ουσ αρσ )
modificatore (επίθ.)
modificazione (θηλ.ουσ)
modiglione (ουσ αρσ )
modista (ουσ αρσ και θηλ.)
modisteria (θηλ.ουσ)
modo (ουσ αρσ )
modulabile (επίθ.)
modulare (επίθ.)
modulare (ρ. μτβ.)
modulario (ουσ αρσ )
modularità (θηλ.ουσ)
modulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
modulazione (θηλ.ουσ)
modulo (ουσ αρσ )
modus vivendi (ουσ αρσ )
mofeta (θηλ.ουσ)
moffetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---