Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moféta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moˈfeta]

ρωγμή εδάφους εξαγωγής αερίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modus vivendi moffetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modularità (θηλ.ουσ)
modulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
modulazione (θηλ.ουσ)
modulo (ουσ αρσ )
modus vivendi (ουσ αρσ )
mofeta (θηλ.ουσ)
moffetta (θηλ.ουσ)
mogano (αρσ. επίθ και ουσ)
mogio (επίθ.)
moglie (θηλ.ουσ)
mogol (ουσ αρσ )
mohair (ουσ αρσ )
moicano (αρσ. επίθ και ουσ)
moietta (θηλ.ουσ)
moina (θηλ.ουσ)
moiré (αρσ. επίθ και ουσ)
moire (θηλ.ουσ)
moka (ουσ αρσ και θηλ.)
mola (θηλ.ουσ)
molale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---