Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoiré
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [mwaˈre] 1 παραμορφωμένος σε χρώματα (για εικόνα) 2 μουαρέ 3 κυματοειδής moire ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmwar] 1 ύφασμα με κυματιστή υφή 2 παραμορφωμένη σε χρώματα εικόνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |