ItalianoGreco


molàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈlare]

1 τραπεζίτης (δόντι)
2 γόμφιος (δόντι)

molàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈlare]

1 με αριθμό γραμμομορίων σε 1000cc διαλύματος
2 διαλυμένος λόγω τριψίματος

molàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈlare]

1 τροχίζω
2 ακονίζω
3 αλέθω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---