Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmolarità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [molariˈta] 1 μοριακή κατ' όγκο συγκέντρωση 2 μοριακότητα κατ'όγκον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |