Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


molarità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [molariˈta]

1 μοριακή κατ' όγκο συγκέντρωση
2 μοριακότητα κατ'όγκον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  molare molassa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molale (επίθ.)
molalità (θηλ.ουσ)
molare (ουσ αρσ )
molare (επίθ.)
molare (ρ. μτβ.)
molarità (θηλ.ουσ)
molassa (θηλ.ουσ)
molato (επίθ.)
molatore (αρσ. επίθ και ουσ)
molatrice (θηλ.ουσ)
molatura (θηλ.ουσ)
molazza (θηλ.ουσ)
molcere (ρ. μτβ.)
mole (θηλ.ουσ)
molecola (θηλ.ουσ)
molecolare (επίθ.)
molenda (θηλ.ουσ)
molestamente (επίρ.)
molestamento (ουσ αρσ )
molestare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---