Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


molestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [molesˈtare]

1 (fare dispetti) πειράζω
2 (sessualmente) παρενοχλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  molestamento molestatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molecola (θηλ.ουσ)
molecolare (επίθ.)
molenda (θηλ.ουσ)
molestamente (επίρ.)
molestamento (ουσ αρσ )
molestare (ρ. μτβ.)
molestatore (ουσ αρσ )
molestia (θηλ.ουσ)
molesto (επίθ.)
molettare (ρ. μτβ.)
molibdato (ουσ αρσ )
molibdenite (θηλ.ουσ)
molibdeno (ουσ αρσ )
molino (ουσ αρσ )
molitore (ουσ αρσ )
molitorio (επίθ.)
molitura (θηλ.ουσ)
molla (θηλ.ουσ)
mollaccione (ουσ αρσ )
mollare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---