Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmolestàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [molesˈtare] 1 (fare dispetti) πειράζω 2 (sessualmente) παρενοχλώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |