Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


molibdèno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [molibˈdɛno]

μολυβδένιο (στοιχείο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  molibdenite molino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molestia (θηλ.ουσ)
molesto (επίθ.)
molettare (ρ. μτβ.)
molibdato (ουσ αρσ )
molibdenite (θηλ.ουσ)
molibdeno (ουσ αρσ )
molino (ουσ αρσ )
molitore (ουσ αρσ )
molitorio (επίθ.)
molitura (θηλ.ουσ)
molla (θηλ.ουσ)
mollaccione (ουσ αρσ )
mollare (ρ.αμτβ.)
mollare (ρ. μτβ.)
molle (ουσ αρσ )
molle (επίθ.)
molleggiamento (ουσ αρσ )
molleggiare (ρ.αμτβ.)
molleggiare (ρ. μτβ.)
molleggiarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---