Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòlle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔlle]

1 βρεγμένο χώμα
2 σαρκώδες μέρος
3 μαλακό μέρος

mòlle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔlle]

μαλακός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mollare molleggiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molitura (θηλ.ουσ)
molla (θηλ.ουσ)
mollaccione (ουσ αρσ )
mollare (ρ.αμτβ.)
mollare (ρ. μτβ.)
molle (ουσ αρσ )
molle (επίθ.)
molleggiamento (ουσ αρσ )
molleggiare (ρ.αμτβ.)
molleggiare (ρ. μτβ.)
molleggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
molleggiato (επίθ.)
molleggio (ουσ αρσ )
mollemente (επίρ.)
molletta (θηλ.ουσ)
mollettiera (θηλ.ουσ)
mollettone (ουσ αρσ )
mollezza (θηλ.ουσ)
mollica (θηλ.ουσ)
molliccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---