Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


molléggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [molˈledʤo]

1 αναπήδηση
2 γονυκλισία
3 ξεπέταγμα
4 ανάρτηση
5 ανασκίρτημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  molleggiato mollemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molleggiamento (ουσ αρσ )
molleggiare (ρ.αμτβ.)
molleggiare (ρ. μτβ.)
molleggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
molleggiato (επίθ.)
molleggio (ουσ αρσ )
mollemente (επίρ.)
molletta (θηλ.ουσ)
mollettiera (θηλ.ουσ)
mollettone (ουσ αρσ )
mollezza (θηλ.ουσ)
mollica (θηλ.ουσ)
molliccio (ουσ αρσ )
molliccio (επίθ.)
mollificare (ρ. μτβ.)
mollusco (ουσ αρσ )
molo (ουσ αρσ )
moloc (ουσ αρσ )
molosso (ουσ αρσ )
molotov (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---