Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mollùsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [molˈlusko]

το μαλάκιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mollificare molo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mollezza (θηλ.ουσ)
mollica (θηλ.ουσ)
molliccio (ουσ αρσ )
molliccio (επίθ.)
mollificare (ρ. μτβ.)
mollusco (ουσ αρσ )
molo (ουσ αρσ )
moloc (ουσ αρσ )
molosso (ουσ αρσ )
molotov (θηλ.ουσ)
molteplice (επίθ.)
molteplicità (θηλ.ουσ)
moltiplica (θηλ.ουσ)
moltiplicabile (επίθ.)
moltiplicando (ουσ αρσ )
moltiplicare (ρ. μτβ.)
moltiplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
moltiplicativo (επίθ.)
moltiplicato (επίθ.)
moltiplicatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---