ItalianoGreco


mollìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [molˈlitʧo]

βρεγμένο έδαφος

mollìccio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [molˈlitʧo]

1 νοτισμένος
2 πλαδαρούτσικος
3 πλαδαρός
4 υγρούτσικος
5 υγρός
6 νοτερός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---