Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


molleggiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [molledˈʤato]

1 εύκολος και στρωτός
2 εύκαμπτος
3 εύπλαστος
4 ευλύγιστος
5 λαστιχένιος
6 ελαστικός
7 ευέλικτος
8 ελικοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  molleggiarsi molleggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molle (επίθ.)
molleggiamento (ουσ αρσ )
molleggiare (ρ.αμτβ.)
molleggiare (ρ. μτβ.)
molleggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
molleggiato (επίθ.)
molleggio (ουσ αρσ )
mollemente (επίρ.)
molletta (θηλ.ουσ)
mollettiera (θηλ.ουσ)
mollettone (ουσ αρσ )
mollezza (θηλ.ουσ)
mollica (θηλ.ουσ)
molliccio (ουσ αρσ )
molliccio (επίθ.)
mollificare (ρ. μτβ.)
mollusco (ουσ αρσ )
molo (ουσ αρσ )
moloc (ουσ αρσ )
molosso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---