Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


molèstia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moˈlɛstja]

η ενόχληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  molestatore molesto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


molestie [θηλ. πλυθ.] sessuali = οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molenda (θηλ.ουσ)
molestamente (επίρ.)
molestamento (ουσ αρσ )
molestare (ρ. μτβ.)
molestatore (ουσ αρσ )
molestia (θηλ.ουσ)
molesto (επίθ.)
molettare (ρ. μτβ.)
molibdato (ουσ αρσ )
molibdenite (θηλ.ουσ)
molibdeno (ουσ αρσ )
molino (ουσ αρσ )
molitore (ουσ αρσ )
molitorio (επίθ.)
molitura (θηλ.ουσ)
molla (θηλ.ουσ)
mollaccione (ουσ αρσ )
mollare (ρ.αμτβ.)
mollare (ρ. μτβ.)
molle (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---