Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


molàzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moˈlattsa]

1 αναμεικτήρας
2 γουδί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  molatura molcere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molassa (θηλ.ουσ)
molato (επίθ.)
molatore (αρσ. επίθ και ουσ)
molatrice (θηλ.ουσ)
molatura (θηλ.ουσ)
molazza (θηλ.ουσ)
molcere (ρ. μτβ.)
mole (θηλ.ουσ)
molecola (θηλ.ουσ)
molecolare (επίθ.)
molenda (θηλ.ουσ)
molestamente (επίρ.)
molestamento (ουσ αρσ )
molestare (ρ. μτβ.)
molestatore (ουσ αρσ )
molestia (θηλ.ουσ)
molesto (επίθ.)
molettare (ρ. μτβ.)
molibdato (ουσ αρσ )
molibdenite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---