Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


molàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈlale]

με αριθμό γραμμομορίων σε 1000 γραμμάρια διαλύτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mola molalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moina (θηλ.ουσ)
moiré (αρσ. επίθ και ουσ)
moire (θηλ.ουσ)
moka (ουσ αρσ και θηλ.)
mola (θηλ.ουσ)
molale (επίθ.)
molalità (θηλ.ουσ)
molare (ουσ αρσ )
molare (επίθ.)
molare (ρ. μτβ.)
molarità (θηλ.ουσ)
molassa (θηλ.ουσ)
molato (επίθ.)
molatore (αρσ. επίθ και ουσ)
molatrice (θηλ.ουσ)
molatura (θηλ.ουσ)
molazza (θηλ.ουσ)
molcere (ρ. μτβ.)
mole (θηλ.ουσ)
molecola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---