ItalianoGreco


molalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [molaliˈta]

1 αριθμός γραμμομορίων σε 1000 γραμμάρια διαλύτη
2 μοριακότητα κατά βάρος
3 μοριακή κατά βάρος συγκέντρωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---