Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmòdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔdo] ο τρόπος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgrosso modo = μέσες άκρες || in modo da = έτσι ώστε || modo [αρσ.] di dire = ο τρόπος του λέγειν Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |