Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòdico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔdiko]

1 φτηνός (για τιμή)
2 λογικός (για τιμή)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modicità modifica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moderno (επίθ.)
modestamente (επίρ.)
modestia (θηλ.ουσ)
modesto (επίθ.)
modicità (θηλ.ουσ)
modico (επίθ.)
modifica (θηλ.ουσ)
modificabile (επίθ.)
modificabilità (θηλ.ουσ)
modificare (ρ. μτβ.)
modificarsi (ρ.μ. (αντων.))
modificativo (επίθ.)
modificatore (ουσ αρσ )
modificatore (επίθ.)
modificazione (θηλ.ουσ)
modiglione (ουσ αρσ )
modista (ουσ αρσ και θηλ.)
modisteria (θηλ.ουσ)
modo (ουσ αρσ )
modulabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---