Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modestaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [modestaˈmente]

1 σεμνά
2 μετρημένα
3 διαλλακτικά
4 αξιοπρεπώς
5 μετριοπαθώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moderno modestia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modernità (θηλ.ουσ)
modernizzare (ρ. μτβ.)
modernizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
moderno (ουσ αρσ )
moderno (επίθ.)
modestamente (επίρ.)
modestia (θηλ.ουσ)
modesto (επίθ.)
modicità (θηλ.ουσ)
modico (επίθ.)
modifica (θηλ.ουσ)
modificabile (επίθ.)
modificabilità (θηλ.ουσ)
modificare (ρ. μτβ.)
modificarsi (ρ.μ. (αντων.))
modificativo (επίθ.)
modificatore (ουσ αρσ )
modificatore (επίθ.)
modificazione (θηλ.ουσ)
modiglione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---