Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modèstia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moˈdɛstja]

1 ταπεινότητα
2 ταπεινοφροσύνη
3 σωφροσύνη
4 ντροπαλοσύνη
5 σοβαροφάνεια
6 ντροπαλότητα
7 συστολή
8 σεμνότητα
9 μετριοπάθεια
10 μετριοφροσύνη
11 μετριότητα
12 σεμνοπρέπεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modestamente modesto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modernizzare (ρ. μτβ.)
modernizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
moderno (ουσ αρσ )
moderno (επίθ.)
modestamente (επίρ.)
modestia (θηλ.ουσ)
modesto (επίθ.)
modicità (θηλ.ουσ)
modico (επίθ.)
modifica (θηλ.ουσ)
modificabile (επίθ.)
modificabilità (θηλ.ουσ)
modificare (ρ. μτβ.)
modificarsi (ρ.μ. (αντων.))
modificativo (επίθ.)
modificatore (ουσ αρσ )
modificatore (επίθ.)
modificazione (θηλ.ουσ)
modiglione (ουσ αρσ )
modista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---