Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmodernizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [modernidˈdzare] 1 εκσυγχρονίζω 2 υιοθετώ καινοτομίες 3 συγχρονίζω 4 επιφέρω καινοτομικές αλλαγές modernizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [modernidˈdzarsi] 1 εκσυγχρονίζομαι 2 ακολουθώ τα ρεύματα της εποχής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |