Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modèrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈdɛrno]

1 μοντέρνος άνθρωπος
2 σύγχρονος τρόπος
3 σύγχρονη τάση

modèrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈdɛrno]

μοντέρνος (-η, -ο), νέος (-α, -ο), σύγχρονος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modernizzarsi modestamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


greco moderno = νεοελληνικός [-ή, -ό]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modernista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
modernistico (επίθ.)
modernità (θηλ.ουσ)
modernizzare (ρ. μτβ.)
modernizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
moderno (ουσ αρσ )
moderno (επίθ.)
modestamente (επίρ.)
modestia (θηλ.ουσ)
modesto (επίθ.)
modicità (θηλ.ουσ)
modico (επίθ.)
modifica (θηλ.ουσ)
modificabile (επίθ.)
modificabilità (θηλ.ουσ)
modificare (ρ. μτβ.)
modificarsi (ρ.μ. (αντων.))
modificativo (επίθ.)
modificatore (ουσ αρσ )
modificatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---