ItalianoGreco


modèrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈdɛrno]

1 μοντέρνος άνθρωπος
2 σύγχρονος τρόπος
3 σύγχρονη τάση

modèrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈdɛrno]

μοντέρνος (-η, -ο), νέος (-α, -ο), σύγχρονος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


greco moderno = νεοελληνικός [-ή, -ό]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---