moderazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [moderatˈtsjone]
1 διαλλακτικότητα
2 συμβιβαστικότητα
3 εγκράτεια
4 μετριασμός
5 μέτρο
6 μετριοπάθεια
7 μετριασμός
8 αυτοσυγκράτηση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [moderatˈtsjone]
1 διαλλακτικότητα
2 συμβιβαστικότητα
3 εγκράτεια
4 μετριασμός
5 μέτρο
6 μετριοπάθεια
7 μετριασμός
8 αυτοσυγκράτηση
permalink
moderazione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android