Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoderatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moderaˈtore] 1 πρόεδρος συνέλευσης 2 τελευταίος μιας σειράς 3 μεσολαβητής moderatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [moderaˈtore] μετριαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |