ItalianoGreco


moderatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moderaˈtettsa]

1 μετριοπάθεια
2 εγκράτεια
3 μέτρο
4 συμβιβαστικότητα
5 διαλλακτικότητα
6 μετριασμός
7 αυτοσυγκράτηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---