Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modellàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [modelˈlato]

πλάσιμο

modellàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [modelˈlato]

1 κατασκευασμένος ως μοντέλο
2 φτιαγμένος βάσει προτύπου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modellarsi modellatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modella (θηλ.ουσ)
modellabile (επίθ.)
modellamento (ουσ αρσ )
modellare (ρ. μτβ.)
modellarsi (ρ.μ. (αντων.))
modellato (ουσ αρσ )
modellato (επίθ.)
modellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
modellatura (θηλ.ουσ)
modellazione (θηλ.ουσ)
modellino (ουσ αρσ )
modellismo (ουσ αρσ )
modellista (ουσ αρσ και θηλ.)
modellistica (θηλ.ουσ)
modello (ουσ αρσ )
modem (ουσ αρσ )
moderabile (επίθ.)
moderare (ρ. μτβ.)
moderarsi (ρ.μ. (αντων.))
moderatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---