Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


modellaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [modellaˈmento]

1 πλάσιμο
2 εργασία μοντέλου
3 καλούπωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  modellabile modellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modanare (ρ. μτβ.)
modanatura (θηλ.ουσ)
modano (ουσ αρσ )
modella (θηλ.ουσ)
modellabile (επίθ.)
modellamento (ουσ αρσ )
modellare (ρ. μτβ.)
modellarsi (ρ.μ. (αντων.))
modellato (ουσ αρσ )
modellato (επίθ.)
modellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
modellatura (θηλ.ουσ)
modellazione (θηλ.ουσ)
modellino (ουσ αρσ )
modellismo (ουσ αρσ )
modellista (ουσ αρσ και θηλ.)
modellistica (θηλ.ουσ)
modello (ουσ αρσ )
modem (ουσ αρσ )
moderabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---